- πτυσσομένου
- πτύσσωfoldpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκλαδίας — ο (Α ὀκλαδίας) (στην αρχ. Ελλάδα) είδος μικρού πτυσσόμενου καθίσματος το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επινοήθηκε από τον μυθικό Δαίδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω] … Dictionary of Greek
σιδερώστρα — η, Ν είδος μακρόστενου τραπεζιού, συνήθως πτυσσόμενου ή ρυθμιζόμενου, που χρησιμοποιείται στο σιδέρωμα των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω + επίθημα στρα (πρβλ. απλώ στρα)] … Dictionary of Greek
βεντάγια — βεντάγια, η και βεντάλια, η (λ. ιταλ.), το ριπίδιο, αντικείμενο με σχήμα πτυσσόμενου ημικύκλιου που χρησιμοποιείται για να δροσίζει το πρόσωπο μετατοπίζοντας τον αέρα: Το καλοκαίρι πάντα κάνει αέρα στο πρόσωπό της με μια βεντάλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)